- τρούπα
- η, Νβλ. τρύπα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρουπαλάκι — το, Ν [τρούπα] 1. υποκορ. μικρή οπή, τρυπίτσα 2. το ρίζωμα τού φυτού κύπειρος … Dictionary of Greek
τρυπογάζι — και διαλ. τ. τρουπογάζι, το, Ν είδος βελονιάς, αραιό, πρόχειρο γαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπα / τρούπα + γαζί] … Dictionary of Greek
τρύπα — η, ΝΜΑ, και τρούπα Ν, και μτγν. τ. τρύπη Α 1. κάθε άνοιγμα σε μια επιφάνεια, οπή 2. σχισμή, οπή βράχου ή εδάφους, υπόγεια φωλιά ζώου, τρώγλη νεοελλ. 1. περιφραγμένος χώρος όπου οι βοσκοί φυλάγουν τα νεαρά αρνιά και κατσίκια 2. μτφ. κατάστημα ή… … Dictionary of Greek
Τρουπάκης — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Μάνης, η οποία είναι κλάδος των Παλαιολόγων του Μιστρά, γενάρχης της οποίας ήταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Αυτός, εξαιτίας της καταγωγής του και των προσωπικών του ικανοτήτων, έγινε πρωτόγερος στην Ανδρούβιστα, με… … Dictionary of Greek